επιπεδομετρία

επιπεδομετρία
η
1. τμήμα της γεωμετρίας που εξετάζει τα επίπεδα σχήματα, η επίπεδη γεωμετρία.
2. τμήμα της τοπογραφίας που ασχολείται με την αναπαράσταση της οριζόντιας προβολής των φυσικών ή τεχνητών αντικειμένων (ανεξάρτητα από τα ύψη τους) που βρίσκονται στη γήινη επιφάνεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπεδομετρία — Κλάδος της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες του επιπέδου σχημάτων. Οι βάσεις της ε. βρίσκονται στο περίφημο έργο του Ευκλείδη του Αλεξανδρέα, που γράφτηκε γύρω στο 300 π.Χ. και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για τη συστηματική διάταξη… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομετρικός — ή, ό [επιπεδομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίπεδομετρία …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομέτρηση — η 1. μέτρηση επίπεδων σχημάτων 2. ενασχόληση με την επιπεδομετρία …   Dictionary of Greek

  • πλανιμετρία — η, Ν (τοπογρ.) 1. μέθοδος μέτρησης επίπεδων επιφανειών 2. μέθοδος που αποσκοπεί στον προσδιορισμό τής οριζόντιας προβολής χαρακτηριστικών σημείων τού εδάφους, επιπεδομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. planimetry < λατ. planus… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομετρικός — ή, ό που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην επιπεδομετρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”